-
1 ντύνομαι
[диноме] р. одеватьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ντύνομαι
-
2 ντύνομαι
[диноме] ρ одеваться. -
3 Ντύνομαι στο πι και φι
• Одеваться быстроИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ντύνομαι στο πι και φι
-
4 άσπρος
η, ο1) белый;άσπρο ψωμί (μάρμαρο) — белый хлеб (мрамор);
2) светлый, ясный, яркий;άσπρος ουρανός — ясное нёбо;
άσπρη μέρα — яркий день;
3) белокожий (о человеке); с белой шерстью (о животных);4) поблёкший, выцветший (о буквах);§ βγαίνω με άσπρο πρόσωπο — не опозориться;
δεν είδαμε άσπρη μέρα — не было у нас ни одного неомрачённого дня;
ντύνομαι στ' άσπρα — надевать белую одежду, нарядиться в белое;
παρουσιάζω το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο — называть белое чёрным и чёрное белым
-
5 γούστο
τό1) прям., перен. вкус;ντύνομαι με γούστο — одеваться со вкусом, красиво;
έχω καλό (κακό) γούστο — иметь хороший (плохой) вкус;
2) удовольствие, веселье, хорошее настроение;κάνω γούστο — наслаждаться (чём-л.), находить удовольствие (в чём-л.);
3) прихоть, каприз, причуда;του κάνει όλα τα γούστα — онв исполняет все его капризы; — она.потакает ему во всём;
τό κάνω έτσι γιά ( — или γιά ένα) γούστο — делать что-л, для своего собственного удовольствия, из прихоти;
§ δεν ειναι τού γούστου μου — или δεν το κάνω γούστο — это мне не нравится; — это не в моём вкусе;
ειναι ζήτημα γούστου — Зто дело вкуса;
έχει γούστο να... ирон. — было бы забавно..., было
бы здорово...;έχει πολύ γούστο αυτό το μωρό — это прелестный ребёнок;
ο καθένας με τα γοδστα του погов, на вкус и на цвет товарища нет -
6 ντιστε(ν)γκέ
επίθ. άκλ. 1. изящный, элегантный;ντιστε(ν)γκέ φόρεμα — элегантное платье;
πολύ ντιστε(ν)γκέ κυρία — очень элегантная женщина;
2. επίρρ. изящно, элегантно;ντύνομαι πολύ ντιστε(ν)γκέ — очень элегантно одеваться, одеваться с большим вкусом, изяществом
-
7 ντιστε(ν)γκέ
επίθ. άκλ. 1. изящный, элегантный;ντιστε(ν)γκέ φόρεμα — элегантное платье;
πολύ ντιστε(ν)γκέ κυρία — очень элегантная женщина;
2. επίρρ. изящно, элегантно;ντύνομαι πολύ ντιστε(ν)γκέ — очень элегантно одеваться, одеваться с большим вкусом, изяществом
См. также в других словарях:
ντύνομαι — ντύνομαι, ντύθηκα, ντυμένος βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κομψοντύνομαι — ντύνομαι κομψά … Dictionary of Greek
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
επιέννυμι — ἐπιέννυμι (Α) 1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. ντύνομαι 3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συναμφιέννυμαι — Μ ντύνομαι συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμφιέννυμαι «ντύνομαι»] … Dictionary of Greek
αμπέχω — ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α) Ι. ενεργ. 1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω 2. προστατεύω «σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.) 3. αγκαλιάζω 4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω μεσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. (το αρσενικό τής μετοχής… … Dictionary of Greek
αμφιέννυμι — ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α) 1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, τού φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω 2. μέσ. ντύνομαι, φορώ 3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἕννυμι, ἑννύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
αμφιδύω — ἀμφιδύω (ΑΜ) [δύω] μσν. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τόν ντύνω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»] … Dictionary of Greek